Επιτυγχάνουν:
Τα κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα (ΚΚΚ) είναι κύτταρα που έχουν αποσπασθεί από τον πρωτογενή όγκο και παρασύρονται με τη ροή του αίματος ή της λέμφου. Είναι αυτά τα κύτταρα που θα δημιουργήσουν τις μεταστάσεις, στα σημεία που θα βρουν πρόσφορες συνθήκες. Η περιεκτικότητα του αίματος σ΄ αυτά είναι πολύ μικρή, αλλά αυτά είναι τα κύτταρα που θα προδιαγράψουν το μέλλον του αρρώστου. Η ανίχνευση και η απομόνωση τους είναι προτεραιότητα για τα περισσότερα κέντρα εξατομικευμένης ογκολογίας στον δυτικό κόσμο. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται για τις εξετάσεις αυτές η τεχνολογία του εξειδικευμένου ερευνητικού ομίλου RGCC, ο οποίος έχει δημιουργήσει την πρωτοποριακή μέθοδο αφαιρετικής επιλογής κυττάρων. Η τεχνολογία αυτή παρέχει 86,6% ευαισθησία και 83,3% ειδικότητα στην αναγνώριση και ταυτοποίηση των ΚΚΚ.
Από το δείγμα του αίματος του ασθενούς αφαιρούνται διαδοχικά όλα τα έμμορφα μη καρκινικά στοιχεία (ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια), με αποτέλεσμα να μένουν στο τέλος μόνο ΚΚΚ. Τα υψηλά ποσοστά επιτυχίας οφείλονται ακριβώς στο ότι τα ΚΚΚ δεν έχουν υποστεί καμμία επεξεργασία με αντισώματα αναγνώρισής τους, φίλτρα και άλλες μεθόδους απομόνωσης. Γι΄ αυτό και διατηρούν όλη τους τη ζωτικότητα και τις ιδιότητες. Στη συνέχεια τα ΚΚΚ καλλιεργούνται σε κατάλληλα θρεπτικά υλικά.
Σε όλο τον κόσμο εκδηλώνεται αυξανόμενο ενδιαφέρον για εξατομικευμένες θεραπείες κατά του καρκίνου. Ο προσδιορισμός της κατάλληλης για κάθε περίπτωση θεραπειας δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, παρά με τη δοκιμασία χημειοευαισθησίας των καλλιεργημένων κυττάρων του όγκου. Το concept είναι το ίδιο με το τεστ ευαισθησίας των μικροβιακών καλλιεργειών στα αντιβιοτικά. Σε αντιδιαστολή, η συμβατική ογκολογία βασίζεται κατά κύριο λόγο στη στατιστική ανάλυση ομάδων ασθενών, που υποβλήθηκαν συγκριτικά σε θεραπεία με διάφορα φάρμακα.
Η επιστημονική αξία των στατιστικών αυτών μελετών είναι μεγάλη, αλλά δεν αφορά κανένα συγκεκριμένο ασθενή. Αφορά τη ανταπόκριση ενός συνόλου ασθενών, με καθαρά στατιστική έννοια. Αντίθετα, η δοκιμασία χημειοευαισθησίας που εκτελεί η RGCC αφορά αποκλειστικά τα καρκινικά κύτταρα ενός συγκεκριμένου ασθενούς. Προσδιορίζει ποιά συγκεκριμένα φάρμακα, αλλά και άλλες φυσικές ουσίες δίνουν την καλλίτερη θεραπευτική ανταπόκριση για τον μοναδικό αυτόν ασθενή.
Οι εξετάσεις αυτές γίνονται με αίμα του ασθενούς, εκτός των περιπτώσεων όγκων του εγκεφάλου, όπου συνήθως χρειάζεται βιοψιακό υλικό από τον ίδιο τον όγκο. Τα καρκινικά κύτταρα από το δείγμα απομονώνονται, ταυτοποιούνται και καλλιεργούνται, για να γίνουν οι ακόλουθες αναλύσεις:
Έχει τεκμηριωθεί από τη βιβλιογραφία ότι το συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης των ασθενών στην εμπειρική χημειοθεραπεία (πρωτόκολλα) είναι απογοητευτικά μικρό: Συγκεκριμένα, η συμβολή της εμπειρικής χημειοθεραπείας στην 5-ετή επιβίωση των ασθενών έχει προσδιορισθεί στο επίπεδο του 2.1 – 2.3% !!! (https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/15630849).
Αυτή η απογοητευτικά χαμηλή αποτελεσματικότητα είναι δικαιολογημένη: Ο καρκίνος προκαλείται από σοβαρές και πολλαπλές βλάβες στο γενετικό υλικό, οι οποίες επί πλέον συνοδεύονται από τυχαία εξελισσόμενη γενετική αστάθεια. Έτσι, κάθε κακοήθεια συμπεριφέρεται διαφορετικά σε κάθε άρρωστο σε σχέση με τους άλλους, αλλά μεταβάλλεται και στην πορεία του νοσήματος στον ίδιο άρρωστο. Οι ασθενείς είναι όλοι διαφορετικοί και τα νοσήματά τους, όχι απλώς διαφορετικά, αλλά και μεταβλητά!
Ο όγκος αποτελείται από αρκετούς υποπληθυσμούς κυττάρων, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένας από τους υποπληθυσμούς αυτούς είναι καθοριστικής σημασίας, διότι πρακτικά αυτός οδηγεί την πρόοδο της νόσου, την αντίσταση στη θεραπεία και την τάση για υποτροπή. Αυτός ο υποπληθυσμός είναι τα καρκινικά βλαστικά κύτταρα (cancer stem cell like cells), ή ογκογόνα κύτταρα (tumor initiating cells).
Όταν τα κύτταρα του όγκου καταστρέφονται κατά τη διάρκεια της όποιας καρκινοκτόνου θεραπείας, και στη συνέχεια οι εξετάσεις δεν βρίσκουν κανένα υπόλειμμα του, μπορεί στην πραγματικότητα τα καρκινικά κύτταρα να έχουν πληθυσμό από 109 έως 1012 κύτταρα. Η διακριτική ικανότητα των συνήθων εξεταστικών διαγνωστικών μεθόδων δεν μπορεί να «δει» αθροίσεις κυττάρων αυτού του μεγέθους, δηλαδή περίπου 0,5 εκ, ούτε φυσικά τα κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα. Αυτό το διαγνωστικό όριο καθορίζει πότε η συμβατική ογκολογία θεωρεί ότι ο ασθενής είναι ελεύθερος νόσου. Όμως κάτι τέτοιο προφανώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο κυτταρικός αυτός πληθυσμός που παραμένει, και που αποτελείται βασικά από καρκινικά βλαστικά κύτταρα, θα δώσει την υποτροπή. Στο στάδιο αυτό μόνο τα καρκινικά βλαστικά κύτταρα μπορούν να επιβιώσουν, ακριβώς διότι η «επιτυχής» χημειοθεραπεία δεν τα επηρεάζει, αφού ο ρυθμός του μεταβολισμού τους και ο ρυθμός αναπαραγωγής τους είναι εξαιρετικά αργός. Αν η θεραπεία ήταν λίγο ή μέτρια επιτυχής, εννοείται ότι παραμένουν πολύ περισσότερα κύτταρα, εκτός από τα βλαστικά. Αυτά θα αποικίσουν στη συνέχεια απομακρυσμένα σημεία του οργανισμού και θα δημιουργήσουν τις μεταστάσεις (αν δεν έχουν ήδη δημιουργηθεί νωρίτερα, πριν από τη θεραπεία).
Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται να ανιχνεύσουμε από νωρίς τα ΚΚΚ και τις ευαισθησίες τους, ώστε να επιτύχουμε το μέγιστο αποτέλεσμα. Επίσης, στη φάση της ύφεσης, είναι σημαντικό να ανιχνευθούν οι νέες ιδιότητες που έχουν επικρατήσει στα βλαστικά καρκινικά κύτταρα, και γι΄ αυτό η εξέταση επαναλαμβάνεται στο follow-up.
Συμπερασματικά, η βιολογική και γενετική ανάλυση των καρκινικών κυττάρων είναι η αποφασιστική εξέταση σε κάθε βήμα, ακριβώς διότι αυτή θα επιτρέψει στην ιατρική ομάδα να προσαρμόζει τη θεραπεία στην ιδιαιτερότητα και στη μεταβλητότητα της νόσου, σε κάθε φάση.
Με την εξατομίκευση στην ογκολογία είμαστε σε θέση να αναπτερώσουμε την ελπίδα του ασθενούς.
Ενώ δεν περιφρονούμε τα θεραπευτικά μέσα της συμβατικής ογκολογίας, το αντίθετο μάλιστα, εμπλουτίζουμε τη θεραπεία...
Περισσότερα